- Λιβανέζος
- οθηλ. -α ο κάτοικος του Λιβάνου ή ο καταγόμενος από τη χώρα αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μααλούφ, Αμίν — (Amin Maalouf, Βηρυτός 1949 –). Λιβανέζος συγγραφέας και δημοσιογράφος. Φοίτησε σε σχολεία ιησουιτών της Βηρυτού και σπούδασε κοινωνιολογία και οικονομικά. Ξεκίνησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα της Βηρυτού αν Ναχάρ και ταξίδεψε… … Dictionary of Greek
Ρεϊχάνι, Αμίν ιμπν Φάρις — (1876 – 1940). Λιβανέζος συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε το 1888 στις ΗΠΑ. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια και υπήρξε θαυμαστής των Βολτέρου, Ρουσό και Νίτσε. Τα πρώτα έργα του ήταν σαφέστατα αντικληρικά. Το 1904 γύρισε στον Λίβανο, όπου … Dictionary of Greek